προβληματικός
ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month
English (LSJ)
προβληματική, προβληματικόν, of or for a problem: τὰ π. title of work by Arist. (cf. πρόβλημα IV.3), Somn.Vig.456a29.
German (Pape)
[Seite 712] ή, όν, zur Aufgabe gehörig, Arist. somn. 4.
Russian (Dvoretsky)
προβλημᾰτικός: касающийся вопросов, проблематический Arst.
Greek (Liddell-Scott)
προβλημᾰτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πρόβλημα, ἴδε πρόβλημα IV. 3.
Greek Monolingual
-ή, -ό / προβληματικός, -ή, -όν, ΝΑ πρόβλημα, -ατος)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πρόβλημα ή έχει χαρακτήρα προβλήματος
νεοελλ.
1. αυτός που μοιάζει με πρόβλημα ή αυτός που προκαλεί προβλήματα, αυτός του οποίου δύσκολα μπορεί να προβλέψει κανείς την έκβαση ή την εξέλιξη («η κατάσταση που επικρατεί στον διεθνή οικονομικό χώρο είναι αρκετά προβληματική»)
2. (κατ' επέκτ.) αμφίβολος, αβέβαιος
3. φρ. α) «προβληματικά παιδιά»
ιατρ. παιδιά που έχουν κινητικά αλλά και διανοητικά προβλήματα και δεν μπορούν να αυτοεξυπηρετηθούν
β) «προβληματικές επιχειρήσεις» — οι εμποροβιομηχανικές επιχειρήσεις εθνικού ενδιαφέροντος οι οποίες αδυνατούν να ανταποκριθούν στις οικονομικές και άλλες υποχρεώσεις τους και αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα επιβίωσης
γ) «προβληματικές κρίσεις»
(φιλοσ.) κρίσεις στις οποίες η κατάφαση ή η άρνηση παρουσιάζονται απλώς ως δυνατές
δ) «άτομο προβληματικό» — άτομο που παρουσιάζει δυσκολίες τόσο στον τρόπο και στον βαθμό αποδοχής του ίδιου του εαυτού του όσο και στην προσαρμογή του μέσα στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον.
επίρρ...
προβληματικώς και -ά, Ν
με προβληματικό τρόπο, με τρόπο που προκαλεί προβλήματα.