ή, όν,
A enduring, patient, Plu.2.31a.
[Seite 210] duldsam, neben πρᾶος Plut. aud. poet. 10.
ἀνασχετικός: -ή, -όν, ὑπομένων, ἐγκαρτερῶν, ὑπομονητικός, Πλούτ. 2. 31Α.
ή, όν :patient.Étymologie: ἀνέχω.