ἀκατάληκτος
English (LSJ)
ον,
A incessant, γένεσις Ocell.4.2, cf. Arr.Epict.1.17.3, Procl.in Prm.p.873 S., etc. Adv. -τως Agathin. ap. Orib. 10.7.26. II acatalectic, in prosody, Heph.4, Aristid. Quint.1.23.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατάληκτος: -ον, ἀδιάλειπτος, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 17, 3, κτλ. - Ἐπίρρ. -τως, αὐτόθι 2. 23, 46 (ἔνθα ἐγράφη ἐσφαλμ. ἀκαταληκτικῶς). ΙΙ. ἐν τῇ προσῳδίᾳ ἀκατάληκτος λέγεται ὁ στίχος ὁ ἔχων τὸν τελευταῖον πόδα ὁλόκληρον, Ἡφαιστ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui ne cesse pas;
2 t. de pros. dont le dernier pied n’est pas tronqué, acatalectique.
Étymologie: ἀ, καταλήγω.