ἄδουλος
English (LSJ)
ον,
A unattended by slaves, ἄδουλα δώμαθ' ἑστίας E.Andr.593: c. gen., τῶν τοιούτων ἄδουλος unattended by... Ael.N A6.10. 2 having no slaves, too poor to keep a slave, Phryn.Com.18, Plu.2.831b. II impatient of slavery, ἀδουλότερος τῶν λεόντων Ph.2.451.
German (Pape)
[Seite 37] ohne Sklaven, δώματα Eur. Andr. 593; βίος Phryn. com. B. A. 344, vgl. 25; so arm, daß man keinen Sklaven halten kann, Plut. neben ἀνέστιος, ἄοικος, de vit. aer. al. 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἄδουλος: -ον, ὁ μὴ ὑπηρετούμενος ἢ μὴ φυλαττόμενος ὑπὸ δούλων· ἄδουλα δώμαθ’ ἑστίας, Εὐρ. Ἀνδρ. 593· μετὰ γεν., τῶν τοιούτων ἄδουλος = μὴ ὑπηρετούμενος ὑπὸ..., Αἰλ. περὶ Ζ. 6. 10. 2) ὁ μὴ ἔχων δούλους, πένης, Φρύν. Κωμ. ἐν «Μονοτρόπῳ» 1, πρβλ. Ruhnk Vell. Paterc. 2. 19, 4. Madvig Advers 1. 580· ΙΙ. ὁ μὴ ἀνεχόμενος δουλείαν, ἀδουλότερος τῶν λεόντων, Φίλων 2. 451.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne possède pas d’esclaves.
Étymologie: ἀ, δοῦλος.