ον,
A without body-guard, Arist.Pol.1315b28.
ἀδορῠφόρητος: -ον, ὁ ἄνευ δορυφόρων, σωματοφυλάκων, Ἀριστ. Πολ. 5. 12, 4.
ος, ον :sans gardes du corps.Étymologie: ἀ, δορυφορέω.