ές,
A with point at end, AP6.62 (Phil.).
ἀκροβελής: -ές, ἔχων ὀξεῖαν αἰχμὴν κατὰ τὸ ἄκρον, Ἀνθ. Π. 6, 62.
ής, ές :dont l’extrémité est en pointe.Étymologie: ἄκρος, βέλος.