στυφότης

Revision as of 19:28, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A thickness, denseness, opp. μανότης, Plu.2.96f.

German (Pape)

[Seite 960] ητος, ἡ, das Dicht- oder Festsein, Plut. de amic. multit. g. E., im Ggstz von μανότης.

Greek (Liddell-Scott)

στῡφότης: -ητος, ἡ, πυκνότης, στερεότης, Πλούτ. 2. 96F. 2) ἐπὶ γεύσεως, «στυφάδα», Συνέσ. 53C, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
1 densité, consistance;
2 saveur âcre.
Étymologie: 1 στύφω et 2 στυφός.