στυφότης
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A thickness, denseness, opp. μανότης, Plu.2.96f.
German (Pape)
[Seite 960] ητος, ἡ, das Dicht- oder Festsein, Plut. de amic. multit. g. E., im Ggstz von μανότης.
Greek (Liddell-Scott)
στῡφότης: -ητος, ἡ, πυκνότης, στερεότης, Πλούτ. 2. 96F. 2) ἐπὶ γεύσεως, «στυφάδα», Συνέσ. 53C, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
1 densité, consistance;
2 saveur âcre.
Étymologie: 1 στύφω et 2 στυφός.