στύφω
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
English (LSJ)
Hp.Int.14, etc.: aor. inf.
A στύψαι Hsch.:—Pass. (v.infr.):—contract, draw together, τὴν κοιλίην στύφεσθαι becomes costive, Hp.Aër.7; στῦψαι πλάδον Aret.CA1.1; especially of an astringent taste, χείλεα στυφθείς having his lips drawn up by the taste, AP9.375; δέρμα ἐστυμμένον, i.e. made watertight, Gal.12.846; mix with στυπτηρία, PMag.Leid.V.6.18; aor. 2 part. Pass. στυφέντα in this last sense, PHolm.24.13 (στυφόεντα cj. Lagercrantz): metaph. of sounds, φωναὶ στύφουσαι τὴν ἀκοήν, opp. διαχέουσαι, D.H.Comp.15.
2 in dyeing, treat fabrics, etc., with a mordant, Lysis ap.Iamb.VP17.76; στῦψον τῇ ἰσάτι prepare it by a preliminary dyeing with woad, PHolm.21.42; στύφει [τὴν ἄγχουσαν] fixes alkanet, ib.15.18.
3 intr. in Act., στύφει κατ' ὀλίγον τὸ οὖρον gradually diminishes, Hp.Int.14.
II intr., to be astringent, Arist.Pr.863b17, Philonid. ap. Ath.15.675e, Dsc.1.116,118, Sor. 1.81, Gal.6.68, Hices. ap. Ath.7.321a.
2 metaph., to be harsh, austere, gloomy, Them.Or.27.339a, cf. Hsch. s.v. [[στύψαι. [ῡ]], Nic.Al. 278, cf. 375 (ἐν-); ῠ to be assumed in στυφέντα (s.v.l.).]
German (Pape)
[Seite 960] zusammenziehen, dicht, fest, hart machen, bes. vom zusammenziehenden, herben Geschmack, χείλεα στυφθείς, dem die Lippen durch Säure zusammengezogen sind, Ep. ad. 386 (IX, 375). – Auch intrans. von zusammenziehendem, herbem Geschmack sein, Strab. XI, 518; Diosc. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στύφω [~ στυφνός?] act. samentrekkend of adstringerend werken. pass. samengetrokken worden.
Russian (Dvoretsky)
στύφω: (ῡ)
1 иметь вяжущие свойства, стягивать (τὸ νίτρον στύφει Arst.);
2 сжимать: χείλεα στυφθείς Anth. со сведенными (от кислоты) губами.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
1. προξενώ συρρίκνωση, κυρίως τών σιελογόνων του στόματος, προξενώ στυφότητα
2. προκαλώ συστολή της κοιλιάς, επιφέρω δυσκοιλιότητα («τὴν κοιλίαν στύφεσθαι» — καθίσταμαι δυσκοίλιος, Ιπποκρ.)
3. εμβαπτίζω σε στυπτικό διάλυμα κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής επεξεργασίας, πριν από την κυρίως βαφή
4. φρ. «στύφω τα χείλη» και «χείλεα στυφθείς» — μαζεύω τα χείλη, λόγω στυφής γεύσης ενός τροφίμου
μσν.-αρχ.
είμαι αυστηρός, σοβαρός ή είμαι κατηφής, μελαγχολικός
αρχ.
1. αναμιγνύω με στυπτηρία
2. (αμτβ.) α) έχω στυφή γεύση, είμαι στυφός
β) ελαττώνομαι
3. μτφ. (για ήχο) ενοχλώ με την οξύτητα που έχω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το ρ. στύφω πρέπει να συνδεθεί με το επίθ. στρυφνός, ενώ έχει επί πλέον διατυπωθεί και η υπόθεση ότι έχει αντικαταστήσει έναν αρχικό αμάρτυρο τ. στρύφω. Η άποψη αυτή στηρίζεται στην ύπαρξη του μυκηναϊκού τ. turupterija, ο οποίος οδηγεί σε τ. στρυπτηρία, από όπου προήλθε η λ. στυπτηρία με ανομοιωτική αποβολή του -ρ- η οποία γενικεύθηκε και έτσι απαντά ο τ. στύφω αντί του στρύφω. Η σύνδεση, τέλος, τόσο με το ρ. στύω όσο και με τη λ. στυππεῖον δεν θεωρείται πιθανή].
Greek Monotonic
στύφω: [ῡ], μέλ. -ψω, συστέλλω, μαζεύω, σουφρώνω, ξινίζω — Παθ., χείλεα στυφθείς, σουφρώνοντας τα χείλη του λόγω της στυφής γεύσης, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
στύφω: [ῡ], μέλλ. -ψω (ἴδε ἐν λέξ. στυφελός)· - συστέλλω, συμμαζεύω, στύφω, κοιλία στύφεται, γίνεται δύσκολος, δὲν ἐνεργεῖ κανονικὰς κενώσεις, Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 285· μάλιστα ἡ διὰ στυπτικῶν μέσων προπαρασκευὴ τῶν ἐρίων πρὸς βαφήν, στ. τά βάψιμα τῶν ἱματίων Λῦσις παρ’ Ἰαμβλ. ἐν βίῳ Πυθ. σ. 162, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 429D· - μάλιστα ἐπὶ στυφούσης γεύσεως, χείλεα στυφθεὶς Ἀνθ. Π. 9. 375· ὡσαύτως, ἄνδρες ἐστυμμένοι, = στυφελοί, Ἐκκλ.· μεταφορ., ἐπὶ ἤχων, φωναὶ στύφουσαι τὴν ἀκοήν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ διαχέουσαι, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 15. ΙΙ. ἀμεταβ. (ἂν καὶ εὐκόλως δυνάμεθα νὰ ὑπονοήσωμεν αἰτιατικήν), προξενῶ στυφότητα (στυφάδα) ἢ εἶμαι στυφός, Ἀριστ. Προβλ. 1. 38, Φιλωνίδ. παρ’ Ἀθην. 675Ε, Διοσκ. 1. 169, 172, Ἱκέσιος παρ’ Ἀθην. 321Α. 2) μεταφορ., εἶμαι τραχύς, αὐστηρός, κατηφής, Θεμίστ. 339Α. [ῡ, Νικ. Ἀλεξιφ. 375].
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to astringe, to have an astringent effect, especially of taste, to thicken, to obstruct, to treat with a corrosive (Hp., Arist., hell. a. late).
Other forms: Aor. στῦψαι (ἀναστῦψαι S. Fr. 421), pass. στυφθῆναι, perf. midd. ἔστυμμαι.
Dialectal forms: Myc. turupterija? (sc. γῆ)
Compounds: Also w. ἀπο-, ἐπι-, συν-, ὑπο- a.o.
Derivatives: 1. στῦψις (ἐπί-, ὑπό-) f. astringence, thickening, corrosion (Hp., Arist., Thphr. etc.). 2. στῦμμα (στύμμα?) n. astringent (medic.). 3. στυπτηρία, Ion. -ίη, f. des. of contracting minerals. alum (-stone), vitriol (Hdt., Hp., Arist. etc.), also 'alum-monopoly' (pap.), with -ήριος treated with alum (PHolm.), -ηριώδης containing alum (Hp., Arist. a.o.), -ηριακὸν δέρμα = aluta, -ηρίζουσα = aqua qua alumen lavatur (gloss.); also -ηρά id. (PHolm.), prob. after the adj. in -ηρός, e.g. ταριχηρός (s. Mayser Pap. 1: 3, 96); cf. Scheller Oxytonierung 119. 4. στυπτικός astringent (Diocl. Fr., Hp., Thphr. a.o.). 5. στυφός id. (Vett. Val., Gp.), with -ότης f. density (Plu.), -ώδης astringent, bitter (Cat. Cod. Astr.). 6. Prob. also στύφλος (s. v. s. στυφελίζω) and στυμνός (: στύμμα; cf. ἐρυμνός) adjunct of στυπτηρία (PHolm.) = σκληρός, αὑστηρός (Hdn. Gr., H.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Without convincing explanation. The formal similarity with στύω (s. v.) is obvious (cf. θύω: τύ-φω). Also a semantic connection can be construed if one wants ('stiff, be solid, get more solid, draw together'), but does not become very convincing. (The same is true of the connection with στύππη, στύππεῖον (s. v.), which is Pre-Greek.) Cf. also στρυφνός. -- Further, partly deviating combinations in WP. 2, 620 and Pok. 1035.
Middle Liddell
to draw together: Pass., χείλεα στυφθείς having his lips drawn up by the taste, Anth.
Frisk Etymology German
στύφω: {stúphō}
Forms: Aor. στῦψαι (ἀναστῦψαι S. Fr. 421), Pass. στυφθῆναι, Perf. Med. ἔστυμμαι,
Grammar: v.
Meaning: ‘zusammenziehen, adstringierend wirken, bes. vom Geschmack, verdichten, verstopfen, mit einem Beizmittel behandeln’ (Hp., Arist., hell. u. sp.).
Composita: auch m. ἀπο-, ἐπι-, συν-, ὑπο- u.a.,
Derivative: Davon 1. στῦψις (ἐπί-, ὑπό-) f. das Zusammenziehen, das Verdichten, das Beizen (Hp., Arist., Thphr. usw.). 2. στῦμμα (στύμμα?) n. zusammenziehendes Mittel (Mediz.). 3. στυπτηρία, ion. -ίη, myk. tu-ru-pte-ri-ja? (sc. γῆ) f. Bez. zusammenziehender Mineralien. ‘Alaun (-stein, -schiefer), Vitriol' (Hdt., Hp., Arist. usw.), auch Alaunmonopol (Pap.), mit -ήριος mit Alaun behandelt (PHolm.). -ηριώδης alaunhaft (Hp., Arist. u.a.), -ηριακὸν δέρμα = aluta, -ηρίζουσα = aqua qua alumen lavatur (Gloss.); auch -ηρά ib. (PHolm.), wohl nach den Adj. auf -ηρός, z.B. ταριχηρός (s. Mayser Pap. 1: 3, 96); vgl. Scheller Oxytonierung 119. 4. στυπτικός zusammenziehend (Dickl. Fr. Hp., Thphr. u.a.). 5. στυφός ib. (Vett. Val., Gp.). mit -ότης f. Dichte (Plu.), -ώδης zusammenziehend, bitter (Cat. Cod. Astr.). 6. Wohl auch στύφλος (s. d. s. στυφελίζω) und στυμνός (: στύμμα; vgl. ἐρυμνός) Beiwort der στυπτηρία (PHolm.) = σκληρός, αὐστηρός (Hdn. Gr., H.).
Etymology: Ohne befriedigende Erklärung. Die formale Ahnlichkeit mit στύω (s. d.) springt in die Augen (vgl. θύω: τύφω). Auch eine semantische Verbindung läßt sich leidlich herstellen (’steif, fest sein, sich verdichten, zusammenziehen’), ohne die rechte Anschaulichkeit zu gewinnen. Dasselbe gilt für die Zusammenstellung mit στύππη, στύππεῖον (s. d.). Vgl. auch στρυφνός. — Weitere, z.T. abweichende Kombinationen bei WP. 2, 620 und Pok. 1035.
Page 2,815-816
Mantoulidis Etymological
(=στύβω, συστέλλω). Ἀπό ρίζα στυφ-, ἀπό ὅπου καί τά παράγωγα: στρυφνός, στῦμμα, στύππη, στυππεῖον (=στουπί), στυπτικός, στυφελός καί στυφλός, στυφελίζω (=ταρακουνάω), στυφός, στυφότης, στῦψις (=στυφάδα).