A swear, v. ὄμνυμι.
[Seite 342] = ὄμνυμι, ἀλλήλους ὀμοῦντες ἐξαπατῶσι, Her. 1, 153.
ὀμόω: ὁρκίζομαι, ἴδε ἐν λ. ὄμνυμι.
-ῶ :seul. part. prés. ὀμοῦντες;c. ὄμνυμι.