ον, `
A fine', wiry, σκέλη X.Cyn.4.1 (περικνά codd.), Poll. 5.58.
ἐπίρρικνος: -ον, ῥυτιδώδης, Ξεν. Κυν. 4, 1.
ος, ον :un peu ramassé sur soi-même, un peu grêle.Étymologie: ἐπί, ῥικνός.