ον,
A exceeding angry, Πιερίδες AP5.106 (Phld.).
βᾰρυόργητος: -ον, ὁ βαρέως, σφοδρῶς ὠργισμένος, Ἀνθ. II. 5. 107
ος, ον :qui éprouve une violente colère.Étymologie: βαρύς, ὀργάω.