ἀπαιόλη

Revision as of 19:30, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ἡ, (αἰόλος)

   A loss by fraud, τέθνηκεν . . χρημάτων ἀπαιόλῃ A.Fr.186.    II fraud, cj. Herm.in E.Hel.1056; personified in Ar. Nu.1150.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαιόλη: ἡ, (αἰόλος) «ἀπάτη, ἀποστέρησις» καθ’ Ἡσύχ.· τέθνηκεν… χρημάτων ἀπαιόλῃ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 185. ΙΙ. Ἀπαιόλη ἢ Ἀπαιολή, ἡ ἀπάτη προσωποποιουμένη ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 1150 («Ἀριστοφάνης δὲ (ὁ γραμματικὸς) ὀξύνεσθαί φησι τὴν ἐσχάτην, Ἀπαιολή», Σχόλ. αὐτόθι).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
tromperie, fraude.
Étymologie: ἀπό, αἰόλος.