ἀπαιόλη

From LSJ

Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt

Menander, Monostichoi, 640
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαιόλη Medium diacritics: ἀπαιόλη Low diacritics: απαιόλη Capitals: ΑΠΑΙΟΛΗ
Transliteration A: apaiólē Transliteration B: apaiolē Transliteration C: apaioli Beta Code: a)paio/lh

English (LSJ)

ἡ, (αἰόλος)
A loss by fraud, τέθνηκεν.. χρημάτων ἀπαιόλῃ A.Fr.186.
II fraud, cj. Herm.in E.Hel.1056; personified in Ar. Nu.1150.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
pérdida por fraude τέθνηκεν ... χρημάτων ἀπαιόλῃ A.Fr.309.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
tromperie, fraude.
Étymologie: ἀπό, αἰόλος.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαιόλη:обман, надувательство Aesch., Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαιόλη: ἡ, (αἰόλος) «ἀπάτη, ἀποστέρησις» καθ’ Ἡσύχ.· τέθνηκεν… χρημάτων ἀπαιόλῃ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 185. ΙΙ. Ἀπαιόλη ἢ Ἀπαιολή, ἡ ἀπάτη προσωποποιουμένη ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 1150 («Ἀριστοφάνης δὲ (ὁ γραμματικὸς) ὀξύνεσθαί φησι τὴν ἐσχάτην, Ἀπαιολή», Σχόλ. αὐτόθι).

Greek Monotonic

ἀπαιόλη: ἡ (αἰόλος
I. εξαπάτηση, δόλος, απάτη.
II. Ἀπαιόλη ή Ἀπαιολή, η απάτη προσωποποιημένη, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

αἰόλος
cheating, fraud, personified in Ar.