περιπέτομαι

Revision as of 19:30, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

   A fly around, Ar.Av.165 : c. acc., ib.1721 ; περιεπέτετο τὰ οἰκία Ant.Lib.16.3 ; π. τὰ πελάγη Luc.Halc.1 ; τὴν ἑκάστου γνώμην π. Id.Hist.Conscr.1 : the form περιπέταμαι occurs in codd. of Arist. HA609a14 ; cf. περιίπταμαι.

German (Pape)

[Seite 587] (s. πέτομαι), herumfliegen, v. l. Xen. An. 5, 9, 23; umfliegen, Luc. Char. 15 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περιπέτομαι: ἀποθ., πέτομαι κύκλῳ, πετῶ ὁλόγυρα, Ἀριστοφ. Ὄρν. 165. 1721· μετ’ αἰτ. πράγμ., π. τὰ πελάγη Λουκ. Ἁλκ. 1· τὴν ἑκάστου γνώμην π. ὁ αὐτ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 1· ― ὁ τύπος περιπέταμαι ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις τοῦ Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 9. 1, 15· καὶ περιίπταμαι, αὐτόθι 5. 9, 2, Δίων Κ. 58. 5. κτλ.

French (Bailly abrégé)

voler autour de, acc..
Étymologie: περί, πέτομαι.