ἐγκαψικίδαλος

Revision as of 19:30, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

ον, (κίδαλον)

   A onion-eating, Luc.Lex.10 (prob.f.l. for ἐγκαψιπήδαλος, cf. καψιπήδαλος).

German (Pape)

[Seite 707] (ἐγκάπτω), Zwiebeln schluckend, Luc. Lexiph. 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκαψικίδαλος: -ον, (κίδαλον) ὁ κρόμμυα κατατρώγων, «κρομμυδοχάφτης», Λουκ. Λεξιφ. 10· ἀλλὰ πιθ. ἐσφαλμ. γρ. ἀντὶ ἐγκαψιπήδαλος, ἴδε καψιπήδαλος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
gourmand d’oignons.
Étymologie: ἐγκάπτω, κίδαλον.