δασμολογέω
English (LSJ)
fut.
A -ήσω Isoc.Ep.7.4:—collect as tribute, ἀργύριον παρὰ τῶν ἐραστῶν D.59.31. 2 c.acc. pers., subject one to tribute, τοὺς νησιώτας δ. Isoc.4.132; δ. τοὺς ἐκλογεῖς Hyp.Eux.36:—Pass., Isoc.4.123.
German (Pape)
[Seite 523] Tribut einsammeln, eintreiben, παρά τινών τι Dem. 59, 31; τινά, von Jemandem, ihn besteuern, τοὺς νησιώτας Isocr. 4, 132; pass., 4, 123; Plut. Sert. 25.
Greek (Liddell-Scott)
δασμολογέω: συλλέγω ὡς φόρον, τι παρά τινος Δημ. 1355. 8. 2) μ. αἰτ. προσ. δασμολογεῖν τινα, ὑποβάλλω τινὰ εἰς φόρον, ἀπαιτῶ παρ’ αὐτοῦ, φορολογῶ τινα, τοὺς νησιώτας δασμ. Ἰσοκρ. 68Α· δ. τοὺς ἐκλογεῖς Ὑπερείδ. Εὐξ. 45· ἐντεῦθεν ἐν τῷ παθ., Ἰσοκρ. 66C· ― πρβλ. Βοίκχ. Ath. St. 2. 55, 375.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
percevoir une contribution ; abs. frapper de contribution ; Pass. être soumis à une contribution, payer un impôt.
Étymologie: δασμολόγος.