διαπείρω
English (LSJ)
A drive through, σφυρῶν κέντρα E.Ph.26, cf.Il.16.405(tm.); δ. ὀβελούς Iamb.Myst.3.4. 2 pierce, transfix, ἥλῳ τὰ στελέχη Gp. 5.36.3; βελόναις τὴν γλῶτταν Plu.Art.14; λίνῳ Dsc.2.61:—Pass., διαπεπαρμένος ἥλοις Plu.2.567f; τὴν χεῖρα διαπᾰρείς J.AJ10.1.2; to be interpenetrated, of muscle and flesh, Gal.8.74.
German (Pape)
[Seite 594] durchbohren; als tmesis rechnen Einige hierher Il. 16, 405 διὰ δ' αὐτοῦ πεῖρεν ὀδόντων; σφυρῶν κέντρα διαπείρας μέσον Eur. Phoen. 26; τὴν γλῶτταν βελόναις Plut. Artax. 14.
Greek (Liddell-Scott)
διαπείρω: διαπερῶ, διατρυπῶ, τι διά τινος Εὐρ. Φοιν. 26, πρβλ. Ἰλ. Π. 405.
French (Bailly abrégé)
faire passer en perçant ; τί τινι transpercer une chose avec une autre ; διαπεπαρμένος ἥλοις PLUT percé de clous.
Étymologie: διά, πείρω.