πείρω
ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head
English (LSJ)
aor. 1 ἔπειρα, Ep.
A πεῖρα Il.7.317, etc.:—Pass., pf. πέπαρμαι 1.246, etc.: aor. ἐπάρην [ᾰ] (ἀνα-) Hdt.4.94:—pierce, run through, mostly of cooking, κρέα τ' ὤπτων, ἄλλα τ' ἔπειρον they spitted meat, Od. 3.33, cf. Paus.4.17.1; in full, μίστυλλόν τ' ἄρ' ἐπισταμένως πεῖράν τ' ὀβελοῖσιν Il.7.317; ἀμφ' ὀβελοῖσιν ἔπειραν they stuck the meat round (i.e. on) the spits, 1.465; also ἔγχεϊ νύξε… διὰ δ' αὐτοῦ πεῖρεν ὀδόντων ran it through his teeth, 16.405: c. acc., τόν γε φίλης διὰ χειρὸς ἔπειρεν αἰχμῇ 20.479; ἰχθῦς ὣς πείροντες Od.10.124, cf. Ach. Tat.3.4 (Pass.); τῇ τριαίνῃ… ἔπειρε καὶ ἀνεῖλε Str.13.1.38:—Pass., σκῆπτρον, δέπας χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον, studded with golden nails, Il.1.246, 11.633; ὀδύνῃσι πεπαρμένος pierced with pain, 5.399, Archil.84 (also π. ἀμφ' ὀδύνῃσι A.R.4.1067); περὶ δουρὶ πεπαρμένη Il.21.577; ἀμφ' ὀνύχεσσι Hes.Op.205.
II metaph., ἀνδρῶν τε πτολέμους ἀλεγεινά τε κύματα πείρων cleaving a way through, Il.24.8, Od.8.183; πεῖρε κέλευθον clave her way [through the sea], 2.434: abs. in the same sense, A.R.2.326,398. (Cf. περόνη, OSlav. na-perją 'pierce'.)
German (Pape)
[Seite 547] aor. ἔπειρα u. ἔπαρον, perf. pass. πέπαρμαι (τέρας), von einem Ende bis zum andern durchdringen, durchbohren, durchstoßen; κρέα ἔπειρον, sie steckten das Fleisch, um es zu braten, an Bratspieße, Od. 3, 33; und mit dem Zusatz ὀβελοῖσιν, Il. 7, 317. 24, 623 Od. 19, 422, vgl. 10, 124; auch κρέα ἀμφ' ὀβελοῖσιν ἔπειραν, sie steckten das Fleisch um die Bratspieße, so daß es diese umgab, Il. 1, 465 Od. 3, 462 u. öfter; διὰ δ' αὐτοῦ πεῖρεν ὀδόντων ἔγχεϊ, mit dem Speer stieß er ihm durch die Zähne, Il. 16, 405; αἰχμῇ τόνγε φίλης διὰ χειρὸς ἔπειρεν, Il. 20, 479; u. pass., ἥλοισι πεπαρμένον, Il. 1, 146. 11, 633, mit Buckeln beschlagen; πεπαρμένη περὶ δουρί, Il. 21, 577; ἀμφ' ὀνύχεσσι, Hes. O. 207; u. übertr., ὀδύνῃσι πεπαρμένος, von Schmerzen durchbohrt, Il. 5, 399, wie Archil. 64, ὀδύνῃσι πεπαρμένος δι' ὀστέων; ἦτορ πεπαρμένον ἀμφ' ὀδύνῃσι, Ap. Rh. 4, 1067. – Auch κύματα πείρειν, die Wogen durchschneiden, das Meer (von einem Ende dis zu dem andern) durchfahren, Il. 24, 8 Od. 8, 183. 13, 91. 264; eben so κέλευθον, Od. 2, 434, von einem Seewege; u. absolut, so daß man όδόν ergänzen kann, Ap. Rh. 1, 326. 398, durchwandern, durchziehen. – Nonn. vrbdt δόρυ π., hindurchstoßen, D. 32, 196. 39, 316.
French (Bailly abrégé)
f. περῶ, ao. ἔπειρα, pf. inus.
Pass. ao.2 ἐπάρην, pf. πέπαρμαι;
traverser de part en part :
1 transpercer : κρέα ὀβελοῖσιν IL, OD ou ἀμφ' ὀβελοῖσιν IL, OD percer des viandes avec des broches ; διά τινος ὀδόντων ἔγχει IL enfoncer sa lance travers les dents de qqn ; pf. Pass. πεπαρμένος transpercé au pr. ; fig. ὀδύνῃσι IL dont le cœur est transpercé par la souffrance;
2 traverser, parcourir d'un bout à l'autre : κύματα IL les flots ; κέλευθον OD une route.
Étymologie: R. Περ, Παρ, percer ; cf. πόρπη, περόνη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πείρω, aor. ἔπειρα, ep. aor. πεῖρα, aor. pass. ἐπάρην (m. n. in compos.); perf. med.-pass. πέπαρμαι, doorboren, doorsteken:; πεῖράν τ’ ὀβελοῖσιν zij regen (het vlees) aan het spit Il. 7.317; overdr. ergens doorheen gaan:; πτολέμους ἀλεγεινά τε κύματα π. oorlogen en moeilijke golven doorstaan Il. 24.8 (en vaker); πεῖρε κέλευθον hij baande zich een weg Od. 2.434; pass. ook overdr.. ὀδύνῃσι πεπαρμένος doorboord door pijnen, van pijn doortrokken Il. 5.399.
Russian (Dvoretsky)
πείρω: (fut. περῶ, aor. ἔπειρα - эп. πεῖρα; pass.: aor. 2 - ἐπάρην, pf. πέπαρμαι)
1 прокалывать (κρέα ὀβελοῖσιν Hom.); пробивать, пронзать (τινὰ αἰχμῇ διὰ χειρός Hom.): πεπαρμένος περὶ δουρί Hom. пронзенный копьем; χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένος Hom. утыканный, т. е. с набитыми на нем золотыми гвоздями; ὀδύνῃσι πεπαρμένος Hom. раздираемый страданиями;
2 рассекать, разрезать (κύματα Hom.): κέλευθον π. Hom. пролагать (себе) путь, продвигаться вперед.
Greek (Liddell-Scott)
πείρω: ἀόρ. α΄ ἔπειρα, Ἐπικ. πεῖρα Ὅμηρ. - Παθ., πρκμ. πέπαρμαι Ὅμ.· ἀόρ. ἐπάρην [ᾰ] Ἡρόδ. (ἀνα-) 4. 94· - πρβλ. ἀνα-, δια-, περι-πείρω. (Πιθανῶς ἐκ τῆς √ΠΕΡ, ΠΑΡ, πρβλ. παρῆναι, πέπαρμαι· ὁπόθεν καί περόνη, πόρπη. καὶ ἴσως πηρός· ἀλλ’ ἡ συγγένεια πρὸς τὴν √ΠΕΡ, περάω εἶναι λίαν ἀμφίβολος). Διαπερῶ διὰ μέσου, διαπερῶ, διατρυπῶ, «περνῶ εἰς τὴν σοῦβλαν», ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ὀπτήσεως κρεάτων, κρέα ὤπτων, ἄλλα δ’ ἔπειρον Ὀδ. Γ. 33, πρβλ. Κ. 124· ὡσαύτως πλῆρες, μίστυλλόν τ’ ἄρ’ ἐπισταμένως πεῖράν τ’ ὀβελοῖσιν Ἰλ. Η. 317, Ὀδ. Τ. 422· κρέα ἀμφ’ ὀβελοῖσιν ἔπειραν Ἰλ. Α. 465, Ὀδ. Γ. 462, κτλ. (ἴδε ἀμφὶ Β. Ι) - ὡσαύτως, διὰ δ’ αὐτοῦ πεῖρεν ὀδόντων ἔγχεῖ, τὸν ἐτρίπησε μιὰ μέσου τῶν ὀδόντων διὰ τοῦ δόρατος, Ἰλ. Π. 465· καὶ μετ’ αἰτ., αἰχμῇ τόν γε φίλης διὰ χειρὸς ἔπειρεν Υ. 479. οὕτω, τῇ τριαίνῃ.. ἔπειρε καὶ ἀνεῖλε Στράβ. 600· - Παθ., ἥλοισι πεπαρμένον, κεκοσμημένον διὰ χρυσῶν ἥλων, Ἰλ. Α. 246, Λ. 633· ἀλλά, ὀδύνῃσι πεπαρμένος, διαπεπερονημένος δι’ ὀδυνῶν, Ἰλ. Ε. 399, Ἀρχίλ. 77· ὡσαύτως, πεπαρμένη περὶ δουρὶ Ἰλ. Φ. 577· ἀμφ’ ὀνύχεσσι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 203. ΙΙ. μεταφορ., κύματα πείρων, διαπερῶν, Ἰλ. Ω. 8. Ὀδ. Θ. 183· οὕτω, πεῖρε κέλευθον, διεπέρα τὴν ὁδὸν (δηλ. τὴν τῆς θαλάσσης), Β. 434· Ἀπολλ. ὁ Ρόδ. ἔχει πείρειν ἀπολ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Β. 326, 398.
English (Autenrieth)
ipf. ἔπειρον, πειρε, pass. perf. part. πεπαρμένος, plup. πέπαρτο: pierce through, pierce, transfix, Il. 16.405; of piercing meat with spits (κρέα ὀβελοῖσιν), and pass., ἥλοισι πεπαρμένος, ‘studded,’ Il. 1.246; fig., ὀδύνῃσι, Il. 5.399; also fig., κέλευθον, κύματα, ‘cleave’ one's way, ‘plow’ the waves, Od. 2.434, Od. 8.183.
Greek Monolingual
Α
1. (κυρίως σχετικά με κρέας που ετοιμάζεται για ψήσιμο) τρυπώ κάτι από τη μια ώς την άλλη άκρη, τρυπώ πέρα πέρα, διατρυπώ («κρέατ' ὤπτων, ἄλλα τ' ἔπειρον», Ομ. Οδ.)
2. περνώ κρέατα στη σούβλα, σουβλίζω
3. φρ. α) «πείρω τινὰ διά τίνος» — τρυπώ διά μέσου, διατρυπώ
β) «χρυσοῖς ἥλοις πείρομαι» — διακοσμούμαι με χρυσά καρφιά (Ομ. Ιλ.)
γ) «κύματα πείρω» — διασχίζω τα κύματα, διαπλέω τη θάλασσα απ' άκρη σ' άκρη (Ομ. Ιλ.)
δ) «ὀδύνῃσι πεπαρμένος» — περονιασμένος από τους πόνους
4. τρυπώ χτυπώντας με αιχμηρό όργανο («τῇ τριαίνει ἔπειρε», Στράβ.)
5. μτφ. (σχετικά με οδό) διέρχομαι, περνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πείρω (< περ-jω, με αντέκταση) ανάγεται στην ΙΕ ρίζα per- «διαπερνώ, διακομίζω, διέρχομαι» (πρβλ. πέρα, πέρνημι, πόρος, πεῖρα) και συνδέεται με το αρχ. σλαβ. na-perjo «τρυπώ». Ο αόρ. ἔπειρα αντιστοιχεί με το αρχ. ινδ. parsati (πρβλ. αρχ. ινδ. piparti, ενεστ. με διπλασιασμό). Στη συνεσταλμένη βαθμίδα παρ- της ρίζας, ανάγεται ο παρακμ. πέ-παρ-μαι, ενώ στην απαθή βαθμίδα περ- το παράγωγο περ-όνη (πρβλ. πιρούνι) και το επίρρ. διαμ-περές (βλ. και λ. πόρπη, πόρος)].
Greek Monotonic
πείρω: αόρ. αʹ ἔπειρα, Επικ. πεῖρα, σε Όμηρ. — Παθ., παρακ. πέπαρμαι, αόρ. βʹ ἐπάρην [ᾰ]·
I. διαπερνώ, τρυπώ το κρέας στη σούβλα για ψήσιμο, σε Ομήρ. Ιλ.· κρέα ἀμφ' ὀβελοῖσιν ἔπειραν, στο ίδ.· επίσης, διὰ πεῖρεν ὀδόντων ἔγχεϊ, τον τρύπησε μέσα στα δόντια με το δόρυ, στο ίδ. — Παθ., ἥλοισι πεπαρμένον, στολισμένο με χρυσά νύχια, στο ίδ.· αλλά, ὀδύνῃσι πεπαρμένος, τρυπημένος με πόνο, στο ίδ.· επίσης, πεπαρμένη περὶ δουρί, στο ίδ.
II. μεταφ., κύματα πείρειν, να διασχίζει τα κύματα, σε Όμηρ.· πεῖρε κέλευθον, διέσχισε την πορεία της μέσα από τη θάλασσα, σε Ομήρ. Οδ.
{{etym
|etymtx=Grammatical information: v.
Meaning: to perforate, to pierce, to pervade; as simplex ep. poet., w. prefix also (late) prose. On the aorist πορεῖν s. v.
Other forms: Aor. πεῖραι, perf. midd. πέπαρμαι (Il.), aor. pass. παρῆναι (Hdt.).
Compounds: Often w. prefix, e.g. δια-, ἀνα-, κατα-, περι-.
Derivatives: (Very condensed survey): A. From the full grade: 1. διαμπερ-ές adv. right through, continuously (Il., Schwyzer 513). 2. περ-όνη f. brooch, buckle (Il.; like βελ-όνη, ἀκ-όνη a.o.) with -ονίς, -όνιον, -ονίδιον, -ονάω, -όνημα, -ονητήρ, -ονητρίς. -- B. From the full grade with o (1. and 2. semantically independent of the verb): 1. πόρος m. passage, ford, narrowing, journey, road, way; means, way out, pl. earnings (Il.) with a. πορ-εύς, -ιμος; b. πορ-εύομαι, -εύω to carry, to provide (IA.), from which -εία, -εῖον, -ευμα, -ευσις, -ευτικός; c. πορ-ίζω, -ίζομαι to bring about, to provide oneself (IA.), from which -ισμός, -ισμα, -ιστής, -ιστικός. As 2. member a. o. in ἄ-πορος with no way out, impassable, destitute (Pi., IA.) with ἀπορ-έω, -ία. 2. πορ-θμός m. ferry (ferry place, ferry road), strait, sound (IA.; like στα-θμός a.o.) with -θμίς, -θμιος, -θμικός, -θμεύς, -θμεύω, -θμεία, -θμεῖον, -θμευμα u.a. - On πόρπη, πόρπαξ s.v.
Origin: IE [Indo-European] [816] *per- bring over
Etymology: With the yot-present πείρω agrees phonet. and semant. OCS na-perjǫ pierce; the aorist πεῖραι has a formal agreement in Skt. aor. subj. párṣat(i) may he carry over (IE *per-s-); here the reduplicated pres. pí-par-ti. The meaning carry over, ferry over is still found in Greek in πόρος, πορθμός. Beside πόρος stands in Germ. a corresponding IE ā-stem, OWNo. fǫr, OE faru f. voyage, expedition (would be Gr. *πορά); here further Thrac. PN in -παρος, -παρα. The family has further a great many representatives in several languages, e.g. in Latin por-ta, -tus, -tāre, in Germ. OHG etc. faran fare, in Armen. heriwn piercer, which learn nothing for πείρω a. con.; s. also πορεῖν (and πέρνημι{{)}. -- WP. 2, 39 f., Pok. 816f., W.-Hofmann s. porta, Mayrhofer s. píparti2 w. further details a. lit.
}}
Middle Liddell
I. to pierce quite through, fix meat on spits, for roasting, Il.; κρέα ἀμφ' ὀβελοῖσιν ἔπειραν Il.:—also, διὰ πεῖρεν ὀδόντων ἔγχεϊ he ran him through the teeth with a spear, Il.:— Pass., ἥλοισι πεπαρμένον studded with golden nails, Il.; but, ὀδύνηισι πεπαρμένος pierced with pain, Il.; also, πεπαρμένη περὶ δουρί Il.
II. metaph., κύματα πείρειν to cleave the waves, Hom.; πεῖρε κέλευθον clave her way through the sea], Od.
Frisk Etymology German
πείρω: {peírō}
Forms: Aor. πεῖραι, Perf. Med. πέπαρμαι (Il. usw.), Aor. Pass. παρῆναι (Hdt. usw.),
Grammar: v.
Meaning: durchbohren, durchstechen, durchdringen; als Simplex ep. poet., m. Präfix auch (vorw. sp.) Prosa. Zum Aorist πορεῖν s. bes.
Composita: oft m. Präfix, z.B. δια-, ἀνα-, κατα-, περι-.
Derivative: Ableitungen (sehr gedrängte Übersicht): A. Von der Hochstufe: 1. διαμπερές Adv. ganz hindurch, ununterbrochen (ep. poet. seit Il., Schwyzer 513). 2. περόνη f. Spange, Schnalle (seit Il.; wie βελόνη, ἀκόνη u.a.) mit -ονίς, -όνιον, -ονίδιον, -ονάω, -όνημα, -ονητήρ, -ονητρίς. — B. Von der Hochstufe m. o-Abtönung (1. und 2. vom Verb semantisch freistehend): 1. πόρος m. ‘Durchgang, Furt, Verenge, Fahrt, Weg, Straße; Mittel, Ausweg’, pl. Einkünfte (seit Il.) mit a. πορεύς, -ιμος; b. πορεύομαι, -εύω fahren, verschaffen (ion. att.), wovon -εία, -εῖον, -ευμα, -ευσις, -ευτικός; c. πορίζω, -ίζομαι zuwege bringen, sich verschaffen (ion. att.), wovon -ισμός, -ισμα, -ιστής, -ιστικός. Als Hinterglied u. a. in ἄπορος ohne Ausweg, unwegsam, mittellos (Pi., ion. att.) mit ἀπορέω, -ία. 2. πορθμός m. ‘Überfahrt (-sort, -sweg), Meerenge, Sund' (ion. att.; wie σταθμός u.a.) mit -θμίς, -θμιος, -θμικός, -θμεύς, -θμεύω, -θμεία, -θμεῖον, -θμευμα u.a. 3. πόρπη f. Spange, Schnalle (ep. poet. seit Il.; Reduplikationsbildung, Schwyzer 423) mit πορπίον, -άω, -ημα, -όομαι, ωμα; mit κ-Suffix πόρπαξ, -ακος m. Schnallenriemen an der inneren Schildwölbung (B., S., E., Ar. u.a.) mit -ακίζομαι (Ar.); eig. dorischer Fachausdruck, s. Chantraine Form. 381, Björck Alpha impurum 296 f.
Etymology: Zum Jotpräsens πείρω stimmt lautlich und begrifflich aksl. na-perjǫ durchbohren; der Aorist πεῖραι hat eine formale Entsprechung im aind. Aor. Konj. párṣat(i) er möge hinüberführen (idg. per-s-); dazu das redunlizierte Präs. pí-par-ti. Die Bed. hinüberführen, übersetzen lebt im Griech. in πόρος, πορθμός weiter. Neben πόρος steht im Germ. ein entsprechender idg. ā-Stamm, awno. fǫr, ags. faru f. Reise, Fahrt (wäre gr. *πορά); hinzu kommen thrak. ON auf -παρος, -παρα. Die Sippe hat überdies eine Unmenge von Vertretern in verschiedenen Sprachen, z.B. im Latein por-ta, -tus, -tāre, im Germ. ahd. usw. faran fahren, im Armen. heriwn Pfrieme, die für πείρω u. Verw. nichts lehren; s. indessen noch πορεῖν und πέρνημι. — WP. 2, 39 f., Pok. 816f., W.-Hofmann s. porta, Mayrhofer s. píparti2 m. weiteren Einzelheiten u. Lit.
Page 2,491-492