λείανσις,
A v. λεαίνω, λέανσις.
λειαίνω: λείανσις, ἴδε ἐν λέξ. λεαίνω, λέανσις.
f. épq. λειανέω, ao. ἐλείηνα ou λείηνα;poét. et ion. c. λεαίνω.