ῥοχθέω

Revision as of 19:31, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

   A dash with a roaring sound, of the sea, ῥόχθει γὰρ μέγα κῦμα ποτὶ ξερόν Od.5.402; προτὶ δ' αὐτὰς [πέτρας] κῦμα μέγα ῥοχθεῖ 12.60; ὑπὸ κύματι πέτραι ῥόχθεον sounded with the dashing of the waves, A.R.4.925; ῥοχθεῦσιν δὲ κάλωες Opp.H.1.228.—Cf. ὀρεχθέω.

German (Pape)

[Seite 849] rauschen, brausen; bes. von den brandenden Meereswogen, κῦμα ῥοχθεῖ, Od. 5, 402. 12, 60; überh. lärmen, tosen, ὑπὸ κύματι πέτραι ῥόχθεον, Ap. Rh. 4, 924; ῥοχθεῦσιν δὲ κάλωες, Opp. Hal. 1, 228.

Greek (Liddell-Scott)

ῥοχθέω: (ῥόχθος) κτυπῶ, μετὰ ῥόχθου, ἐπὶ τῶν διαρρηγνυμένων κυμάτων ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, ῥόχθει γάρ μέγα κῦμα ποτὲ ξερὸν Ὀδ. Ε. 402· προτὶ δ’ αὐτὰς [πέτρας] κῦμα μέγα ῥοχθεῖ Μ. 60· ὑπὸ κύματι πέτραι ῥόχθεον, ποιὸν ἦχον ἀπετέλουν ἐκ τῆς ὁρμητικῆς τῶν κυμάτων φορᾶς, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 925· ῥοχθεῦσιν δὲ κάλωες (πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργ. stridor rudentum) Ὀππ. Ἀλ. 1. 228. - Πρβλ. ὀρεχθέω. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥοχθεῖ· ἠχεῖ, ψοφεῖ, κλύζει».

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés. et impf. épq. 3ᵉ sg. ῥόχθει;
gronder comme les vagues qui se brisent.
Étymologie: ῥόχθος.