προτὶ

From LSJ

Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrumGewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht

Menander, Monostichoi, 503

Greek (Liddell-Scott)

προτὶ: [ῐ], ἀρχαῖος, μάλιστα δὲ Ἐπικὸς τύπος τῆς προθέσ. πρός, συχν. παρ’ Ὁμ.· δὲν εἶναι ἐν χρήσει ἐν τῇ καθαρᾷ Δωρικῇ διαλέκτῳ˙ ἂν καὶ ἐν τῇ τῶν Κρητῶν Δωρικῇ εὐρίσκομεν πορτί, Συλλ. Ἐπίγρ. 3048-53· πρβλ. Ahrens D. Dor. 358 [Τὸ ι φαίνεται ὅτι οὐδέποτε πάσχει ἔκθλιψιν].

Greek Monotonic

προτὶ: [ῐ], Επικ. τύπος του πρός, σε Όμηρ.