προτὶ
From LSJ
Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrum → Gewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht
Greek (Liddell-Scott)
προτὶ: [ῐ], ἀρχαῖος, μάλιστα δὲ Ἐπικὸς τύπος τῆς προθέσ. πρός, συχν. παρ’ Ὁμ.· δὲν εἶναι ἐν χρήσει ἐν τῇ καθαρᾷ Δωρικῇ διαλέκτῳ˙ ἂν καὶ ἐν τῇ τῶν Κρητῶν Δωρικῇ εὐρίσκομεν πορτί, Συλλ. Ἐπίγρ. 3048-53· πρβλ. Ahrens D. Dor. 358 [Τὸ ι φαίνεται ὅτι οὐδέποτε πάσχει ἔκθλιψιν].