[Seite 946] anziehen, Eur. im med., Καδμείαν νεβρίδα στολιδωσαμένα, I. A. 255.
-ῶ :vêtir;Moy. στολιδόομαι-οῦμαι se revêtir de, acc..Étymologie: στολίς.