στολιδόω

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172

German (Pape)

[Seite 946] anziehen, Eur. im med., Καδμείαν νεβρίδα στολιδωσαμένα, I. A. 255.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
vêtir;
Moy. στολιδόομαι, στολιδοῦμαι se revêtir de, acc..
Étymologie: στολίς.