ἀνοιστέος

Revision as of 19:31, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

α, ον,

   A to be referred, E.Fr.970.    II ἀνοιστέον one must carry back or report, S.Ant.272, E.HF1221:—one must refer, τι πρός τι Plu. Phoc.5; ἐπί τι Thphr.CP4.11.8.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνοιστέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἀναφέρω, πρέπει τις νὰ ἀνενεχθῇ, ἀλλ’ ἀνοιστέοςλόγος ... ἐπὶ τὴν ἐξ ἀρχῆς ὑπόθεσιν Εὐρ. παρὰ Πλουτ. 2. 431Α. ΙΙ. ἀνοιστέον, πρέπει τις ν’ ἀναφέρῃ νὰ ποιήσῃ φανερόν, ἦν δ’ ὁ μῦθος ὡς ἀνοιστέον σοὶ τοὔργον εἴη τοῦτο κοὐχὶ κρυπτέον Σοφ. Ἀντ. 272, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1221: - πρέπει τις νὰ ἀναφέρῃ, νὰ ἀναγάγῃ, τι πρός τι Πλουτ. Φωκ. 5· ἐπί τι Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 4. 11. 8.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de ἀναφέρω.