ον, Ion. for ἄξενος, q.v. ἀξ-έμεν, ἀνω-έμεναι, v. sub ἄγω.
[Seite 269] ion. = ἄξενος, Hesiod. u. A.
ἄξεινος: -ον, Ἰων. ἀντὶ ἄξενος, ὃ ἴδε.
ion. c. ἄξενος.