όνος, ἡ,
A hornet, D.S.17.75, Hsch.
[Seite 233] όνος, Diod. Sic. 17, 75, = folgdm.
ἀνθρηδών: -όνος, ἡ, εἶδος σφηκός, Διόδ. 17. 75· πρβλ. πεμφρηδών, τενθρηδών.
όνος (ὁ) :c. ἀνθρήνη.Étymologie: cf. τενθρηδών, τενθρήνη.