κτοίνα

Revision as of 19:32, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

or κτοῖνα, ἡ, (κτίζω) Rhod. name for

   A a local division, like Att. δῆμος, township, IG12(1).694, 1033, al.; cf. κτύναι ἢ κτοῖναι· χωρήσεις προγονικῶν ἱερείων, ἢ δῆμος μεμερισμένος, Hsch. (also πτοίνα BCH10.261).

Greek (Liddell-Scott)

κτοίνα: ἢ κτοῖνα, ἡ, Ρόδιον ὄνομα τοπικῆς τινος διαιρέσεως ἢ διαμερίσματος, ἀναλογούσης πρὸς τὸ Ἀττ. δῆμος, Ἐπιγρ. Ροδ. ἐν ταῖς Ἐπιγραφ. τοῦ Βρεττ. Μουσείου, 2, ἀρ. 351, μετὰ τῆς σημειώσεως του κ. Newton· ― κτοινάτης, ου, ὁ, μέλος τῆς κτοίνης, ὡς τὸ Ἀττ. δημότης, αὐτόθι. ― Ὁ Ἡσύχ. ἔχει κτύναι ἢ κτοῖναι˙... δῆμος μεμερισμένος. ― Πρβλ. μάστρος.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
à Rhodes, division territoriale équivalant au δῆμος attique.
Étymologie: κτίζω.