Τιτυός

Revision as of 19:32, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

ὁ, Tityus, Od.7.324, 11.576.

Greek (Liddell-Scott)

Τῐτυός: ὁ, υἱὸς τῆς Γῆς, οὗ τὸ ἧπαρ ἀδιαλείπτως κατέτρωγον ἐν τῷ ᾅδῃ δύο γῦπες πρὸς τιμωρίαν αὐτοῦ ἐπὶ ἀποπείρᾳ βιασμοῦ τῆς Λητοῦς, Λητὼ γὰρ ἥλκησε, Διὸς κυδρὴν παράκοιτιν Ὀδ. Λ. 576, πρβλ. Η. 324.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
Tityos, Géant.
Étymologie: R. Τυ, être gros ; cf. τύλος.