τύλος
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
English (LSJ)
ὁ,
A = τύλη 1, callus, X.Mem.1.2.54, Nic.Th.178, Dsc.3.80; inside the hands, τὼ χεῖρε τύλων ἀνάπλεως Luc.Somn.6; on the knees, Sch.Ar.Ach.553, etc.; cf. τυλόω ΙΙ.
II anything rising like a lump, knob or knot; esp.
1 wooden bolt with a knob at the end, trenail, Ar.Ach.553, Plb.Fr.82, Arr.An.2.3.7.
2 knob on a club, ῥόπαλον τύλους ἔχον περισιδήρους D.S.3.33, cf. Str.16.4.17.
3 membrum virile, Poll.2.176, Hsch.
4 knob or nose on which the thread of a screw works, Hero Spir.1.5; peg on which a string is looped, Eutoc. ad Archim. iii p.60 H.; knob on an axle to which a cord is attached, Heliod. ap. Orib.49.3.3, 49.4.25,51, 49.8.4, Sor.1.68. [ῠ Nic.l.c.; cf. τύλη.]
German (Pape)
[Seite 1160] ὁ, eigtl. jeder Wulst, jede wulstige Erhöhung, bes. von Fleisch, dah. – 1) Schwiele, aufgeschwollene und verhärtete Haut, verhärtetes Fleisch, Xen. Mem. 1, 2, 54; entweder durch harte Arbeit od. durch Schläge, τὼ χεῖρε τύλων ἀνάπλεως, Luc. Somn. 6; Nic. Th. 178; VLL.; Schol. zu Ar. Ach. 527 erkl. νενεκρωμένην σάρκα, ἀποσκίῤῥωμα τῶν γονάτων, wie Phot.; auch Buckel des Kameels und des Buckelochsen. – 2) übh. hervorragender Körper, hölzerner Pflock oder Nagel, Ar. Ach. 527; auch das männliche Glied, Poll. 2, 176; Hesych. – Auch eine künstliche Unterlage, Polster. – Nach Poll. 2, 50 auch die Haare der Augenbrauen. – [In diesem Worte scheint υ stets kurz zu sein, wie Nic. Th. 178, Jac. A. P. p. XLVIII, während es in τύλη lang ist.]
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 bosse, protubérance, cal, durillon;
2 p. anal. le membre de l'homme.
Étymologie: R. Τυ, se gonfler.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τύλος -ου, ὁ [~ τύλη] eelt, eeltknobbel houten pen.
Russian (Dvoretsky)
τύλος: (ῠ) ὁ
1 мозоль Xen., Luc.;
2 деревянный гвоздь, шип Arph.;
3 вздутие, шишка (sc. τοῦ ῥοπάλου Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
τύλος: ὁ, = τύλη Ι, τύλωμα, σκληρὸν ἐξόγκωμα τοῦ δέρματος, νενεκρωμένη σάρξ, «κάλος», Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 54, Διοσκ. 3. 94, Νικ. Θηρ. 178· μάλιστα ἐν τῇ παλάμῃ, τ. χειρῶν Λουκ. Ἐνύπν. 6· ἀποσκίρωμα τῶν γονάτων, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 55. 2, Εὐστ. Πονημάτ. 43. 67, κλπ.· πρβλ. τυλόω ΙΙ. πᾶν ὅ,τι ἐξέχει, κόμβος· μάλιστα δέ, 2) ξύλινος ἦλος μετὰ κεφαλῆς κατὰ τὸ ἄκρον, «ξυλόκαρφον» ἐν χρήσει κατὰ τὴν ναυπηγίαν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 552, Πολυβ. Ἀποσπ. 129· πρβλ. γόμφος. 2) κόμβος ἢ ὄγκος ἐπὶ ῥάβδου ἢ ῥοπάλου, ῥόπαλον τύλους ἔχον περισιδήρους Διόδ. 3. 33, Στράβ. 776. 3) τὸ ἀνδρικὸν μόριον, ὡς τὸ μάνδαλος καὶ πάσσαλος, Ἡσύχ., Πολυδ. Β΄, 176. 4) ἡ κεφαλὴ κοχλίου («βίδας»), Ἡλιόδ. παρὰ Schneid. Ecl. Phys. σ. 467. [Τὸ υ φαίνεται ὅτι εἶναι ἀπανταχοῦ βραχὺ ἐν τῷ τύπῳ τούτῳ, Νικ. Θηρ. 178· - διότι ὁ στίχος τοῦ Ἀριστοφ. ἐν Ἀχ. 553 οὐδὲν ἀποδεικνύει· ἀλλ’ ἴδε τύλη].
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
ιατρ. περιγεγραμμένη υπερκεράτωση του δέρματος, συνήθως τών άκρων, οφειλόμενη σε συνεχή τοπική πίεση, κάλος (α. «έβγαλα τύλους στα χέρια» β. «γονάτων τύλους», Ευστ.
γ. «ἐν ταῖς χερσὶ τύλους ἔχοντα», Δίων Χρ.)
νεοελλ.
1. η καμπούρα της καμήλας ή του βουβάλου, ο ύβος
2. ναυτ. ξύλινο ή μεταλλικό επίμηκες κατασκεύασμα στα πλοία, το οποίο χρησιμεύει για τη στήριξη ή την πρόσδεση καλωδίων, τάκος
3. βοτ. μεμβράνη μεταξύ τών διαχωριστικών τοιχωμάτων τών ηθμοειδών σωλήνων του φυτού
αρχ.
1. (κατ' επέκτ.) καθετί που προεξέχει ελαφρά, όπως λ.χ.: α) ξύλινο καρφί με κεφαλή στο ένα του άκρο, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως στη ναυπηγική, ξυλοκάρφι
β) (κατά τον Φώτ.) ο σκαλμός του πλοίου
γ) κόμπος ή όγκος ράβδου ή ροπάλου
δ) (κατά τον Ησύχ. και τον Πολυδ.) το ανδρικό μόριο
ε) η κεφαλή ελικοειδούς μηχανής
στ) γόμφος γύρω από τον οποίο τυλίγεται νήμα
ζ) το εξόγκωμα του άξονα ενός τροχού στο οποίο προσαρμόζεται σχοινί
η) οι βλεφαρίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. τύλη (για ετυμολ. βλ. λ. τύλη)].
Greek Monotonic
τύλος: [ῠ], ὁ,
I. = τύλη I, σκληρό εξόγκωμα του δέρματος ή κάλος, σε Ξεν.· ιδίως στην παλάμη, σε Λουκ.
II. εξόγκωμα, ρόζος ή κάλος· ο εξογκωμένος σύρτης, καρφί με κεφάλι, ξύλινο καρφί που χρησιμοποιείται στη ναυπηγία, κεφαλή βίδας, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
τῠ́λος, ὁ, = τύλη 1]
I. a knot or callus, Xen.; esp. inside the hands, Luc.
II. a knob or knot; a knobbed bolt, a ship-bolt, trenail, Ar.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=σκληρό ἐξόγκωμα, κάλος). Συνώνυμο τοῦ τύλη. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τυλόεις, τύλιον, τυλόω -ῶ (=σκληραίνω), τύλωμα, τύλωσις, τυλωτός.