Ion. for ἱεράομαι. ἱρέα, ἱρέη, ἱρεία, ἱρηΐη,
A v. ἱέρεια. ἴρερος, v.l. for εἴρερος. ἱρεύς, ἱρεύω, ἱρήϊον, Ion. and Ep. for ἱερ-.