ἀροτροπόνος

Revision as of 19:32, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A working with the plough, AP9.274 (Phil.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀροτροπόνος: -ον, ὁ μετὰ τοῦ ἀρότρου συμπονῶν, συνεργαζόμενος, ἀροτροπόνους ζεύγλας Ἀνθ. Π. 9. 274.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui travaille avec la charrue.
Étymologie: ἄροτρον, πένομαι.