καταδύνω

Revision as of 19:32, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

   A v. καταδύω.

German (Pape)

[Seite 1347] = καταδύομαι, s. unter καταδύω.

Greek (Liddell-Scott)

καταδύνω: ἴδε καταδύω.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. κατέδυνον;
c. καταδύω.
Étymologie: κατά, δύνω.