δικελλίτης

Revision as of 19:32, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

[λῑ], ου, ὁ,

   A a digger, Luc.Tim.8.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκελλίτης: [λῑ], ου, ὁ, ὁ σκάπτων διὰ δικέλλης, σκαφεύς, Λουκ. Τίμωνι 8.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui travaille avec le hoyau à deux pointes.
Étymologie: δίκελλα.