συμπαιστής

Revision as of 19:32, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A playmate, playfellow, Pl.Min.319e, Ael.NA14.28:—fem. συμ-παίστρια, ἡ, Ar.Ra.413, Hld.2.24, 7.14.

German (Pape)

[Seite 984] ὁ, = συμπαίκτης; καὶ συμπότης τοῦ Διός, Plat. Minos 319 e; Ael. H. A. 14, 28.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαιστής: -οῦ, ὁ, συμπαίκτης, συμπαίκτωρ, Πλάτ. Μίνως 319Ε, Αἰλ. π. Ζ. 14. 28.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
compagnon de jeux.
Étymologie: συμπαίζω.