προτέγιον

Revision as of 19:32, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

τό,= sq., Poll.7.120.

German (Pape)

[Seite 790] τό, = Folgdm, Poll. 7, 120. S. auch προστέγιον.

Greek (Liddell-Scott)

προτέγιον: τό, = τῷ ἑπομ., Πολυδ. Ζ´, 120, Πλουτ. Καῖσ. 17 (κ.ἀλλ. προστ-).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
bord en saillie d’un toit.
Étymologie: πρό, τέγος.