προτέγιον
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
English (LSJ)
τό, = προτέγισμα, Poll.7.120.
German (Pape)
[Seite 790] τό, = Folgdm, Poll. 7, 120. S. auch προστέγιον.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
bord en saillie d'un toit.
Étymologie: πρό, τέγος.
Russian (Dvoretsky)
προτέγιον: τό навес (τῆς θύρας Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
προτέγιον: τό, = τῷ ἑπομ., Πολυδ. Ζ´, 120, Πλουτ. Καῖσ. 17 (κ.ἀλλ. προστ-).
Greek Monolingual
τὸ, Α
βλ. προστέγιον.
Greek Monotonic
προτέγιον: τό (τέγος), μπροστινό μέρος στέγης, γείσο, σε Πλούτ.