ον,
A quick-aiming, of Apollo, AP9.525.25.
ὠκύσκοπος: -ον, ὁ ταχέως σκοπῶν, Ἀπόλλων Ἀνθ. Παλατ. 9. 525.
ος, ον :qui vise d’un regard prompt ou perçant.Étymologie: ὠκύς, σκοπέω.