μεγαλωσύνη

Revision as of 19:33, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

ἡ,

   A greatness, majesty, LXX 2 Ki.7.21, al., Aristeas 192.

German (Pape)

[Seite 108] ἡ, Größe, Großartigkeit, Suid. u. Sp., oft ist v. l. μεγαλοσύνη.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλωσύνη: ἡ, μεγαλεῖον, μεγαλειότης, Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. Ζ΄, 21, κ. ἀλλ.), Κ. Δ. - Ἀπαντᾷ καὶ μεγαλοσύνη διὰ τοῦ ο παρὰ Μεθοδ. 52Α, οὐχὶ ὀρθῶς.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
grandeur, majesté.
Étymologie: μέγας.