μεγαλειότης
Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit
English (LSJ)
-ητος, ἡ,
A majesty, magnificence, LXX Je.40 (33).9, Ev.Luc.9.43, Ath.4.130f, Dam.Pr.94; ἡ τῶν πυραμίδων μεγαλειότης OGI666.26 (Egypt, i A.D.); of a person, greatness, Supp.Epigr.3.583.6 (Olbia, ii/iii A.D.).
II as a title, Majesty, ἡ σὴ μεγαλειότης J.AJ8.4.3, cf. CPHerm.52.23 (iii A.D.); ἐν ταῖς μ. γενήσεται Vett.Val.70.4; also, = Lat. majestas, ἡ μεγαλειότης τοῦ Ῥωμαίων δήμου PGiss.40i 11 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 105] ητος, ἡ, Großartigkeit, Pracht; Ath. IV, 130 f; N.T.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
grandeur, magnificence;
NT: majesté.
Étymologie: μεγαλεῖος.
Russian (Dvoretsky)
μεγαλειότης: ητος ἡ величие NT.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλειότης: -ητος, ἡ, μεγαλοπρέπεια, τὸ μεγαλεῖον, Ἀθήν. 130F, Ἑβδ. (Ἱερεμ. ΛΓ΄, 9), Εὐαγγ. κ. Λουκ. ι΄, 43, Συλλ. Ἐπιγρ. 4699, κ. ἀλλ. ΙΙ. παρὰ τοῖς Βυζαντίοις ἐν χρήσει ὡς προσωνυμία τοῦ αὐτοκράτορος, ἴδε Δουκάγγ.
English (Strong)
from μεγαλεῖος; superbness, i.e. glory or splendor: magnificence, majesty, mighty power.
English (Thayer)
μεγαλειότητος, ἡ (from the preceding word), greatness, magnificence (Athen. 4,6, p. 130 at the end; for תִּפְאֶרֶת, the majesty of God, τῆς Ἀρτέμιδος, 2 Peter 1:16.
Greek Monotonic
μεγᾰλειότης: -ητος, ἡ, μεγαλείο, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
μεγᾰλειότης, ητος, ἡ,
majesty, NTest.
Chinese
原文音譯:megaleiÒthj 姆瓜累哦帖士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:大 相當於: (שַׂגִּיא)
字義溯源:威榮,偉大,大能,高貴,華麗;源自(μεγαλεῖος)=偉大的);而 (μεγαλεῖος)出自(μέγας)*=大)
出現次數:總共(3);路(1);徒(1);彼後(1)
譯字彙編:
1) 威榮(2) 徒19:27; 彼後1:16;
2) 大能(1) 路9:43
Translations
opulence
Catalan: opulència; Dutch: rijkdom, weelde; Finnish: vauraus; German: Reichtum, Wohlstand; Greek: χλιδή, πολυτέλεια; Ancient Greek: ἀμφιλάφεια, ἀμφιλαφία, εὐδαιμονία, εὐδαιμονίη, εὐδαιμοσύνη, εὐκτημοσύνη, εὐχρηματία, θαλία, μαμωνᾶς, μεγαλειότης, πιότης, πολυτέλεια, πλοῦτος, τιμιότης; Latin: opes, opulentia; Polish: obfitość; Romanian: opulență; Russian: богатство; Spanish: opulencia; Swedish: rikedom
magnificence
Catalan: magnificència; Finnish: suurenmoisuus; Greek: λαμπρότητα, μεγαλείο, μεγαλοπρέπεια; Ancient Greek: ἀγλαΐα, ἀγλαΐη, διαπρέπεια, δόξα, δόξις, λαμπρότης, μεγαλειότης, μεγαλοεργία, μεγαλομοιρία, μεγαλοπραγμοσύνη, μεγαλοπρέπεια, μεγαλοπρεπείη, μεγαλοψυχία, παράστασις, περιφάνεια, σεμνότης, τὸ διαπρεπές, τὸ σεμνόν, ὑπερφύεια, φιλοτίμημα Latin: magnificentia; Malayalam: ഉജ്ജ്വലത; Maori: marutunatanga; Middle English: deynte; Portuguese: magnificência; Spanish: magnificencia