Adv.
A never yet, D.18.271.
[Seite 170] noch niemals, Luc. Hermot. 31 u. sonst.
μηδεπώποτε: ἐπίρρ., μηδέποτε ἀκόμη, Δημ. 316. 22, κτλ.· κυρίως μετὰ παρῳχημένων χρόνων· ἴδε οὐδέποτε.
adv.jamais encore.Étymologie: μηδέ, πώποτε.