συνεπάπτομαι

Revision as of 19:33, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

Ion. for συνεφάπτομαι.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπάπτομαι: Ἰων. ἀντὶ συνεφάπτομαι.

French (Bailly abrégé)

ion. c. συνεφάπτομαι.