συνεπάπτομαι
From LSJ
English (LSJ)
Ion. for συνεφάπτομαι.
French (Bailly abrégé)
ion. c. συνεφάπτομαι.
Russian (Dvoretsky)
συνεπάπτομαι: ион. = συνεφάπτομαι.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπάπτομαι: Ἰων. ἀντὶ συνεφάπτομαι.
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. βλ. συνεφάπτομαι.
Greek Monotonic
συνεπάπτομαι: Ιων. αντί συν-εφάπτομαι.