γωνιασμός
English (LSJ)
ὁ,
A squaring off corners, Lys.Fr.61; name of a proposition in geometry, Hsch.: metaph., ἐπῶν γὠνιασμοί finishing of verses by square and rule, Ar.Ra.956.
German (Pape)
[Seite 512] ὁ, das Richten, Abmessen, nach dem Winkelmaaß, übertr., ἐπῶν Ar. Ran. 956.
Greek (Liddell-Scott)
γωνιασμός: ὁ, ῥύθμισις πρὸς τὸ γωνιόμετρον, Λυσ. (Ἀποσπ. 38) παρ’ Ἁρπ. ἐν λ.· μεταφ., ἐπῶν γωνιασμοί, ἡ ἀποτέλεσις τῶν στίχων διὰ γωνίας καὶ μέτρου, ἤτοι ὑπεράγαν τεχνηέντως, Ἀριστοφ. Βατρ. 956.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action de mesurer au moyen de l’équerre ; fig. action de mesurer (des vers) à l’équerre.
Étymologie: γωνία.