[Seite 43] οντος, laut wehend, sausend, ἀῆται, Od. 4, 567.
λῐγυπνείων: -οντος, (πνέω) λιγέως πνέων, συρίζων, λιγυπνείοντες ἀῆται Ὀδ. Δ. 567.
οντος (ὁ) :au souffle harmonieux ou strident.Étymologie: λιγύς, πνέω.