λιγύς
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
English (LSJ)
λίγεια (not λιγεῖα, Hdn.Gr.1.249), λιγύ; of sound,
A clear, shrill, λιγέων ἀνέμων λαιψηρὰ κέλευθα Il.14.17; ὦρτο δ' ἐπὶ λ. οὖρος Od. 3.176, cf. 4.357: more freq. of a clear, sweet sound, clear-toned, φόρμιγγι λιγείῃ, φόρμιγγα λίγειαν, Il.9.186, Od.8.67, etc.; of articulate sounds, clear-voiced, Μοῦσα λίγεια 24.62, Alcm.1; λ. Σειρήν Id.7; λ. ἀγορητής in Il. as epithet of Nestor, 1.248, 4.293; also of Thersites, 2.246; ἐπέων οἶμος λ. Pi.O.9.72. Adv. λιγέως, ἀγορεύειν Il.3.214: freq. also, λ. κλαίειν = wail shrilly, 19.5, Od.11.391; ἰάχειν Hes.Sc. 233: neut. as adverb, λ. πνείοντες ἀῆται Od.4.567; λ. μέλπεσθαι Hes. Sc.206; λιγύ or λιγέα κλάζειν Mosch.4.24, A.R.4.1299.
II after Hes., mostly of sad sounds, as always in A., λ. κωκύματα Pers.332; κἀνακωκύσας λιγύ ib.468; λ. πάθεα Supp.113 (lyr.); of the nightingale, Ag.1146 (lyr.), S.OC671 (lyr.); also of music, λίγεια λωτοῦ χάρις E.Heracl.892 (lyr.); αὐλοῦ λ. ἦχον, v.l. for γλυκὺν in Mosch. 2.98.—Poet. word (Μοῦσαι λίγειαι Pl.Phdr.237a).
German (Pape)
[Seite 43] εῖα, ύ, nach Arcad. p. 95, 23 im fem. λίγεια zu accentuiren, s. Lehrs Quaest. Ep. p. 166, welcher Accent bei den Attikern noch nicht durchgeführt ist; wie λιγυρός, hell, laut tönend, von jedem scharfen, durchdringenden Ton; vom pfeifenden, sausenden Winde, ἄνεμοι, Il. 14, 17 Od. 3, 289, οὖρος, 4, 357; Pind. Ol. 9, 51; von der helltönenden Phorminx, Il. 9, 186 Od. 8, 67; Μοῦσα λίγεια, 24, 62; λιγείας μόρον ἀηδόνος, Aesch. Ag. 1117, der auch λιγέα κωκύματα, Pers. 324, sagt und λιγὺ ἀνακωκύσας, 460; ἔνθ' ἁ λίγεια μινύρεται ἀηδών Soph. O. C. 677; λίγεια λωτοῦ χάρις Eur. Heracl. 892; vgl. noch Μοῦσαι δι' ᾠδῆς εἶδος λίγειαι, Plat. Phaedr. 237 a; λιγεῶν μειλίγματα Μουσῶν Theocr. 22, 221; a. sp. D. Auch von Menschen, bes. Beiwort des Nestor, λιγὺς ἀγορητής, Il. oft; auch vom Thersites, Il. 2, 246, der laut Redende. – Adv. λιγέως, vom lauten Weinen, κλαῖον δὲ λιγέως Od. 16, 216; Il. 19, 5; ἦκα δὲ μυρομένη λιγέως ἀνενείκατο μῦθον Ap. Rh. 3, 463, auch λιγέως ἀγορεύειν, laut reden, Il. 3, 214, zugleich mit der Nebenbedeutung des Nachdrücklichen, Eindringlichen; vom Winde, λιγέως φυσᾶν, 23, 218; sp. D., wie Man. 2, 334, λιγέως μέλποντας ἐν αὐλοῖς.
French (Bailly abrégé)
λίγεια, λιγύ;
I. au son clair, aigu, perçant;
II. p. suite :
1 mélodieux, harmonieux;
2 disert, éloquent.
Étymologie: DELG t. expressif sans étym.
Russian (Dvoretsky)
λῐγύς: λίγεια (дор. λιγέᾱ), λῐγύ
1 гудящий, свистящий, завывающий (ἄνεμοι, οὖρος Hom.);
2 звучный, звонкоголосый, певучий (φόρμιγξ Hom.);
3 сладкозвучный, нежноголосый (Μοῦσα Hom.; ἀηδών Aesch.);
4 громогласный, голосистый (ἀγορητής Hom.);
5 рыдающий (κωκύματα Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
λῐγύς: λίγεια (οὐχὶ λιγεῖα, Ἀρκάδ. σ. 95, 2), Δωρ. λιγέᾱ, λιγύ· - ὡς τὸ λιγυρός, εὐκρινής, συριστικός, ὀξύς, λιγέων ἀνέμων αἰψηρὰ κέλευθα Ἰλ. Ξ. 17· ὦρτο δ’ ἐπὶ λ. οὖρος Ὀδ. Γ. 176, πρβλ. Δ. 357· συχνότερον ἐπὶ εὐκρινοῦς, καθαροῦ, εὐαρέστου, ἡδέος ἤχου, = εὔηχος, φόρμιγγι λιγείῃ, φόρμιγγα λίγειαν Ἰλ. Ι. 186, Ὀδ. Θ. 67, κτλ.· - ὡσαύτως ἐπὶ ἐνάρθρων ἤχων, = καλλίφωνος, ἔχων καθαρὰν φωνήν, Μοῦσα λίγεια Ω. 62, Ἀλκμὰν 1, πρβλ. 7· λ. ἀγορητής, συνεχῶς ἐν Ἰλ. ὡς ἐπίθετον τοῦ Νέστορος· ὡσαύτως τοῦ Θερσίτου, Ἰλ. Β. 246· ἐπέων οἶμος λιγὺς Πινδ. Ο. 9. 72· - οὕτω καὶ ἐν τῷ ἐπιρρ., λιγέως ἀγορεύειν Ἰλ. Γ. 214· συχνάκις ὡσαύτως, λιγέως κλαίειν, θρηνῶ ὀξυφώνως, Τ. 5, Ὀδ. Λ. 391· ἰάχειν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρακλ. 234· ὡσαύτως οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., λιγὺ μέλπεσθαι αὐτόθι 206· λιγὺ ἢ λιγέα κλάζειν Μόσχ. 4. 24, Ἀπολλ. Ρόδ. 4. 1299· - μετὰ τὸν Ἡσίοδ., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ λυπηρῶν ἤχων, ὡς ἀείποτε παρ’ Αἰσχύλῳ, λ. κωκύματα Πέρσ. 332· κἀνακωκύσας λιγὺ αὐτόθι 468· λ. πάθεα ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 112· καὶ ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, Ἀγ. 1146, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 671· λ. λωτὸς Εὐρ. Ἡρακλ. 892, πρβλ. Μόσχ. 2. 98· - Ποιητ. λέξις ἐν χρήσει καὶ παρὰ Πλάτ. Φαίδρ. 237Α· πρβλ. λιγυρός.
English (Autenrieth)
λιγεῖα, λιγύ: clear and loud of tone, said of singers, the harp, an orator, ‘clear-voiced,’ ‘clear-toned,’ Od. 24.62, Il. 9.186, Il. 1.248; of the wind, ‘piping,’ ‘whistling,’ Od. 3.176, Il. 13.334.—Adv., λιγέως, ἀγορεύειν, φῦσᾶν, κλαίειν, Il. 3.214, Ψ 21, Od. 10.201.
English (Slater)
λῐγύς shrill, clear-sounding ἔγειρ' ἐπέων σφιν οἶμον λιγύν (O. 9.47) λίγεια μὲν Μοῖσ' ἀφα[ (λίγ Π.) (Pae. 14.32)
Spanish
Greek Monolingual
-εία, -ύ (Α λιγύς, λίγεια, λιγύ)
αυτός που ηχεί δυνατά και καθαρά, λιγυρός, διαπεραστικός ή μελωδικός («λιγέων ἀνέμων λαιψηρὰ κέλευθα», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. καλλίφωνος, γλυκόφωνος («ἄγετε δή, ὦ Μοῦσαι,... λίγειαι», Πλάτ.)
2. (για ήχο) λυπηρός, θρηνώδης («πάθεα... λιγέα», Αισχύλ.)
3. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) λιγύ και λιγέα
δυνατά, διαπεραστικά.
επίρρ...
λιγέως (Α)
με καθαρή και δυνατή φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστική λ. άγνωστης ετυμολ. Σύμφωνα με παλαιότερη άποψη, η λ. λιγύς < λυγύς, με ανομοιωτική τροπή του -υ- σε -ι-. Το θηλ. λίγεια, με αναβιβασμό του τόνου.
ΠΑΡ. λιγυρός
αρχ.
λίγυρος
μσν.
λιγύτης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. λιγυάοιδος, λιγυηχής, λιγύθρους, λιγυκλαγγής, λιγύκροτος, λιγυμακρόφωνος, λιγύμολπος, λιγύμυθος, λιγύπνοιος, λιγυπτερόφωνος, λιγυπτέρυγος, λιγύφθογγος, λιγύφωνος.
Greek Monotonic
λῐγύς: λίγεια, Δωρ. λιγέᾱ, λιγύ, αυτός που σφυρίζει ευκρινώς, συριστικός, οξύς, ισχυρός, λέγεται για ανέμους, σε Όμηρ.· λέγεται για ευκρινή, καθαρό, γλυκό και ευχάριστο ήχο, εύηχος, στον ίδ.· λέγεται για το αηδόνι, σε Αισχύλ.
II. επίρρ., στριγκλίζοντας, σε Όμηρ.· ευκρινώς, σε Ομήρ. Ιλ.· ουδ., ως επίρρ., λιγὺ μέλπεσθαι, σε Ησίοδ., Αισχύλ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: clear, sweet-toned, shrill,
Other forms: λίγεια (on the acc. Schwyzer 474, Chantraine Gramm. hom. 1, 191), λιγύ
Compounds: often as 1. member, e.g. λιγύ-φωνος with clear voice; adv. λίγα, λιγέως (Il.).
Derivatives: With lengthened suffix λιγυ-ρός (from -υ-λός with dissimil.; Leumann Glotta 32, 223 n. 1 = Kl. Schr. 249 A. 1) id. (Il.). Denomin. verb λιγαίνω cry shrill, sound, sing (of) (Il.; Fraenkel Denom. 22) with λιγάνταρ (= λιγαντήρ) εἶδος τέττιγος. Λάκωνες H. (Strömberg Wortstud. 18). An old (expressive) nasalformation is the aor. λίγξε whizzed (βιός Δ 125; Schwyzer 692); cf. λίγγω ἠχῶ (Theognost. Can. 16).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained. Untenable or quite doubtful hypotheses noted in Bq. .
Middle Liddell
I. clear, whistling, of winds, Hom.: of a clear, sweet sound, clear-toned, Hom.; of the nightingale, Aesch.
II. adv. shrilly, Hom.; clearly, Il.:—neut. as adv., λιγὺ μέλπεσθαι Hes., Aesch.
Frisk Etymology German
λιγύς: {ligús}
Forms: λίγεια (zum Akz. Schwyzer 474 m. Lit., Chantraine Gramm. hom. 1, 191), λιγύ
Meaning: ‘hell-, lauttönend, hellklingend, -schwirrend',
Composita: oft als Vorderglied, z.B. λιγύφωνος mit heller Stimme; Adv. λίγα, λιγέως (ep. poet. seit Il.).
Derivative: Mit Suffix-Erweiterung λιγυρός (wohl aus -υλός dissimiliert; Leumann Glotta 32, 223 A. 1 = Kl. Schr. 249 A. 1) ib. (vorw. ep. poet. seit Il.). Denominatives Verb λιγαίνω ‘hell schreien, tönen, (be)singen’ (ep. poet. seit Il.; Fraenkel Denom. 22) mit λιγάνταρ (= λιγαντήρ)· εἶδος τέττιγος. Λάκωνες H. (Strömberg Wortstud. 18). Eine alte (expressive) Nasalbildung ist der Aor. λίγξε schwirrte (βιός Δ 125; Schwyzer 692); dazu λίγγω· ἠχῶ (Theognost. Kan. 16).
Etymology: Unerklärt. Unhaltbare oder ganz fragwürdige Hypothesen notieren Bq, Prellwitz und WP. 2, 399. Nach v. Windekens Glotta 35, 208ff. (mit Referat älterer Deutungen) pelasgisch zu lat. levis.
Page 2,121-122
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=ὀξύς, διαπεραστικός). Ἀμφίβολη ἡ ἐτυμολογία του. Ἀπό ἴδια ρίζα: λιγυρός (=καθαρός, ὀξύς), λιγύτης, λιγύφθογγος, λιγύφωνος.
Léxico de magia
-ύ de tono agudo de Selene ἐνεύχομαί σοι, ..., ἁγία, ἡμέρη, ἀφθίτη, λιγεῖα a ti te suplico, sagrada, benigna, inmortal, de tono agudo P IV 2283