δυσκέραστος

Revision as of 19:34, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

ον,

   A hard to temper, φύσις πρὸς τὸ πιθανὸν δ. Plu.Dio 52; δύσμικτα καὶ δ. Id.2.754c.

German (Pape)

[Seite 682] schwer zu mischen, zu vereinigen, πρός τι, Plut. Dion. 52.

Greek (Liddell-Scott)

δυσκέραστος: -ον, δυσκόλως συγκρινώμενος, Πλούτ. Δίωνι 52, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se mêle difficilement à, qui se prête difficilement à, πρός τι.
Étymologie: δυσ-, κεράννυμι.