δυσκέραστος
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
English (LSJ)
δυσκέραστον, hard to temper, φύσις πρὸς τὸ πιθανὸν δ. Plu.Dio 52; δύσμικτα καὶ δ. Id.2.754c.
Spanish (DGE)
-ον
reacio a mezclarse, poco propenso a mezclarse φύσις ... πρὸς τὸ πιθανὸν δ. naturaleza poco propensa a los métodos de la persuasión Plu.Dio 52, δύσμικτα ... καὶ δυσκέραστα de los jóvenes, Plu.2.754c.
German (Pape)
[Seite 682] schwer zu mischen, zu vereinigen, πρός τι, Plut. Dion. 52.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se mêle difficilement à, qui se prête difficilement à, πρός τι.
Étymologie: δυσ-, κεράννυμι.
Russian (Dvoretsky)
δυσκέραστος: v.l. δυσκέρατος 2 трудно смешивающийся, несоединимый (πρός τι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσκέραστος: -ον, δυσκόλως συγκρινώμενος, Πλούτ. Δίωνι 52, κτλ.
Greek Monolingual
δυσκέραστος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα ανακατεύεται.