ον,
A scattered by the spear, AP7.297 (Polystr.).
δοριπτοίητος: -ον, πτοηθεὶς καὶ διασκορπισθεὶς διὰ τοῦ δόρατος, Ἀνθ. Π. 7. 297.
ος, ον :frappé d’un coup de lance.Étymologie: δόρυ, πτοιέω.