σκωληκόβρωτος

Revision as of 19:34, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

ον,

   A worm-eaten, of a tree, ib.3.12.6, CP5.9.1; γῆ PTeb.701.81 (iii B.C.), PSI5.490.14 (iii B.C.).    2 eaten of worms, of a man, Act.Ap.12.23.

German (Pape)

[Seite 909] von Würmern gefressen, N. T.; wurmstichig, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

σκωληκόβρωτος: -ον, ὁ ὑπὸ σκωλήκων φαγωμένος, ἐπὶ δένδρου, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 1· ὁ σκωλήκων πεπληρωμένος, ἐπὶ ἀνθρώπου, Πράξ. Ἀποστ. ιβ΄, 23· πρβλ. σκωληκοτόκος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 mangé des vers;
2 piqué des vers.
Étymologie: σκώληξ, βιβρώσκω.