σκωληκόβρωτος

From LSJ

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκωληκόβρωτος Medium diacritics: σκωληκόβρωτος Low diacritics: σκωληκόβρωτος Capitals: ΣΚΩΛΗΚΟΒΡΩΤΟΣ
Transliteration A: skōlēkóbrōtos Transliteration B: skōlēkobrōtos Transliteration C: skolikovrotos Beta Code: skwlhko/brwtos

English (LSJ)

σκωληκόβρωτον,
A worm-eaten, of a tree, ib.3.12.6, CP5.9.1; γῆ PTeb.701.81 (iii B.C.), PSI5.490.14 (iii B.C.).
2 eaten of worms, of a man, Act.Ap.12.23.

German (Pape)

[Seite 909] von Würmern gefressen, N.T.; wurmstichig, Theophr.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 mangé des vers;
2 piqué des vers.
Étymologie: σκώληξ, βιβρώσκω.

Russian (Dvoretsky)

σκωληκόβρωτος: изъеденный червями NT.

Greek (Liddell-Scott)

σκωληκόβρωτος: -ον, ὁ ὑπὸ σκωλήκων φαγωμένος, ἐπὶ δένδρου, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 1· ὁ σκωλήκων πεπληρωμένος, ἐπὶ ἀνθρώπου, Πράξ. Ἀποστ. ιβ΄, 23· πρβλ. σκωληκοτόκος.

English (Strong)

from σκώληξ and a derivative of βιβρώσκω; worm-eaten, i.e. diseased with maggots: eaten of worms.

English (Thayer)

σκωληκόβρωτον (σκώληξ and βιβρώσκω), eaten of worms: Acts 12:23, cf. 2 Maccabees 9:9. (of a tree, Theophrastus, c. pl. 5,9, 1.)

Greek Monolingual

-η, -ο / σκωληκόβρωτος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που καταφαγώθηκε από σκουλήκια ή ο γεμάτος σκουλήκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκώληξ, -ηκος + -βρωτος (< βρωτός < βιβρώσκω), πρβλ. μυόβρωτος, παιδόβρωτος].

Greek Monotonic

σκωληκόβρωτος: -ον (βι-βρώσκω), σκουληκοφαγωμένος, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

σκωληκό-βρωτος, ον, βιβρώσκω
eaten of worms, NTest.

Chinese

原文音譯:skwlhkÒbrwtoj 士可累可-不羅拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:蟲-餵(過)食物
字義溯源:蟲咬了,(被)蟲所咬;由(σκώληξ)*=蟲)與(βιβρώσκω)*=喫)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 蟲所咬(1) 徒12:23

Mantoulidis Etymological

(=σκουληκοφαγωμένος). Ἀπό τό σκώληξ + βιβρώσκω (=τρώω), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη σκώληξ.